-
1 ἐξαναδύομαι
ἐξ-ανα-δύομαι, woraus auftauchen, hervorkommen; ἐξαναδύομαι μάχης, ich entziehe mich der Schlacht -
2 ἐξ-ανα-δύομαι
ἐξ-ανα-δύομαι (s. δύω), mit aor. II. act., woraus auftauchen, hervorkommen; κύματος ἐξαναδύς Od. 5, 438, vgl. 4, 405; γενέσεως ἐξαναδύντι Plat. Rep. VII, 525 b; ἐξαναδύομαι μάχης, ich entziehe mich der Schlacht, Plut. Sertor. 12; – c. accus., Orac. bei Paus. 4, 12, 4.
См. также в других словарях:
εξαναδύομαι — ἐξαναδύομαι (Α) (αποθ.) 1. ανεβαίνω στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι από κάτι («ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι... ἀθρόαι εὔδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῡσαι» και γύρω του κοπάδια οι φώκιες κοιμούνται, αφού αναδύθηκαν από την αφρισμένη θάλασσα, Ομ. Οδ.) 2. (με … Dictionary of Greek